- ὀλίγαι
- ὀλίγοςlittlefem nom/voc plὀλίγᾱͅ , ὀλίγοςlittlefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
немалыи — (64) пр. 1. Немалый, достаточно большой по величине, размеру, количеству: И то бо не мала милостыни. Изб 1076, 20 об.; и многѹ м˫атежю и крамолѣ бывъши въ людьхъ и мълвѣ немалѣ. СкБГ XII, 25а; сърищеть же и множьство мнихъ же и инѣхъ людии число… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
Αραβαντινός, Ιωάννης — (Κόρινθος 1850 – Ελβετία 1907).Νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στη Γερμανία και την Αυστρία· το 1875 διορίστηκε δικηγόρος στην Αθήνα, αλλά κυρίως ασχολήθηκε συστηματικά με την καλλιέργεια της νομικής επιστήμης και δημοσίευσε αξιόλογες… … Dictionary of Greek
ὀλίγ' — ὀλίγα , ὀλίγος little neut nom/voc/acc pl ὀλίγε , ὀλίγος little masc voc sg ὀλίγαι , ὀλίγος little fem nom/voc pl ὀλίγᾱͅ , ὀλίγος little fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)